ρεματισμός
Смотреть что такое "ρεματισμός" в других словарях:
ρεματισμός — ο βλ. ρευματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρεματισμός — ο βλ. ρευματισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)